- κατάσκεψις
- κατάσκεψις, ἡ (Α) [κατασκέπτομαι]η παρατήρηση, η εξέταση από υψηλότερο σημείο («κατάσκεψις τῶν χωρίων», Στράβ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατάσκεψις — careful examination fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάσκεψιν — κατάσκεψις careful examination fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκέψεως — κατασκέψεω̆ς , κατάσκεψις careful examination fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκέψῃ — κατασκέψηι , κατάσκεψις careful examination fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)